- τομίδιο
- küçük cilt
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τομίδιο — το, Ν υποκορ. τού τόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. πινακ ίδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τομίδιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
τομίδιο — το μικρός τόμος βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Валтинос, Танасис — Танасис Валтинос греч. Θανάσης Βαλτινός Дата рождения: 1932 год(1932) Место рождения: с. Кастри, Севе … Википедия